Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ

Ο μύλος είναι ένα μηχάνημα για το άλεσμα και τον τεμαχισμό διαφόρων στερεών. Οι μύλοι χωρίζονται σε νερόμυλους και ανεμόμυλους. Ενώ πριν όμως πριν από περίπου 60 χρόνια υπήρχαν πάρα πολλοί μύλοι σε ολόκληρη την Ελλάδα, σήμερα σχεδόν όλοι είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ένας νερόμυλος υπάρχει ακόμα καιΝερόμυλος Αρμένων σήμερα όμως στο χωριό μου στους Αρμένους Αποκορώνου και αυτός σε άσχημη κατάσταση.

Το ζήτημα βεβαίως, δεν είναι να έχει πρώτη ύλη ο μύλος για να λειτουργήσει. Πιο σημαντικό είναι να υπάρχει και ο κατάλληλος άνθρωπος να αναλάβει τη λειτουργία του, να γίνει μυλωνάς. Λέμε να γίνει, γιατί με τη διακοπή της λειτουργίας των νερόμυλων, χάθηκαν και οι μυλωνάδες. Όσοι από αυτούς, που σήμερα λογίζονται ως μυλωνάδες, είναι οι τελευταίοι μιας άλλης τάξης ανθρώπων, αυτών που συνήθως ασχολούνταν με άλλα επαγγέλματα και κατά περιόδους αναλάμβαναν να κινήσουν τον τοπικό μύλο ο οποίος ως συνήθως άνηκε σε κάποια εκκλησία ή και μοναστήρι.

Ήξερε δεν ήξερε λοιπόν ο άνθρωπος, ανελάμβανε και με τα ποσοστά που έπαιρνε από τα αλεστικά βελτίωνε τη ζωή της οικογένειάς του. Το αλεύρι με το οποίο πληρώνονταν οι μυλωνάδες, σύμφωνα με κάτοικο του χωριού, λεγόταν αξάι. Η μυθολογία που περιέβαλε τους μυλωνάδες, όπως και η πολυπραγμοσύνη τους, έμειναν στην ιστορία κάθε τοπικής κοινωνίας και χαρακτηριστικές φράσεις έχουν ενσωματωθεί στο λεξιλόγιο. Η πολυπραγμοσύνη ήταν ένα απαραίτητο στοιχείο να γίνει κάποιος μυλωνάς γιατί δεν ήταν μόνον η φροντίδα που έπρεπε να δείχνει για το αυλάκι που έφερνε το νερό από το ρέμα στο μύλο, ήταν και οι δεκάδες λειτουργίες που απαιτούσαν την προσοχή του.

Γύρνα φτερωτή του μύλου...

Όλα ξεκινούσαν από το αυλάκι, το οποίο απαιτούσε καθημερινή επιθεώρηση. Ιδιαίτερη φροντίδα ήθελε επίσης και το σημείο που το αυλάκι έπεφτε στη μεγάλη κάναλη. Δεν έπρεπε να είναι ούτε λίγο ούτε πολύ αλλά ακριβώς όσο χρειαζόταν να κινηθεί η φτερωτή.

Φτερωτή νερόμυλου ΑρμένωνΗ φτερωτή έθετε σε κίνηση το πάνω μυλολίθι το οποίο γύριζε με ταχύτητα ανάλογη με τη δύναμη του νερού και άλεθε τον καρπό που έριχνε με προσοχή στην ειδικά διαμορφωμένη τρύπα και μετά το άλεσμα, μέσω ενός ειδικού κρουνού κατέληγε σε ένα δοχείο ή σε ένα τσουβάλι. Έτσι λειτουργούσε ο νερόμυλος. Μια λειτουργία εξαιρετικά απλή αλλά παράλληλα και τόσο σύνθετη, μια σειρά από επί μέρους λειτουργίες που κατέληγαν όπως κάθε μηχανή σε ένα σκοπό, το άλεσμα. Αυτό ήταν ο νερόμυλος, μια τεράστια μηχανή. Μια μηχανή που αξιοποιούσε τις γνώσεις του ανθρώπου πάνω στις δυνάμεις της Φυσικής. Η ενέργεια του νερού, η αντοχή των υλικών, η τριβή ήταν τα φαινόμενα εκείνα που υπέτασσε για λογαριασμό του. Μια μηχανή που δεν απαιτούσε τίποτα περισσότερο από τη φροντίδα και τον συνεχή έλεγχο.

Ο μυλωνάς έπρεπε να ξέρει να επισκευάζει ή να αντικαθιστά συνεχώς τα ξύλινα εξαρτήματα και τα εργαλεία. Το φαινομενικά απλό αυτό σύστημα για να κινηθεί ήθελε δεκάδες ξύλινες σφήνες, καρφιά και σανίδια. Όλα αυτά έπρεπε να τα κατασκευάσει μόνος του και μόνος του να τα τοποθετήσει.

Την ίδια φροντίδα ήθελαν και τα μυλολίθια. Οι στρογγυλές αυτές πελεκημένες πέτρες ήθελαν ιδιαίτερη προσοχή να μην ανάψουν από την κίνηση. Φροντίδα ήθελεΜυλόπετρα νερόμυλου Αρμένων και η ροή του νερού. Δεν έπρεπε να πέσει ούτε μια σταγόνα στο άλεσμα γιατί θα καταστρέφονταν.

Εκτός από τη μηχανή, φροντίδα ήθελε και το κτίριο το οποίο διαρκώς υπέφερε από την υγρασία και τις ρίζες των πλατάνων. Οι μύλοι ήταν συνήθως μικρά πέτρινα η ξύλινα κτίρια σκεπασμένα με πέτρες ή τσίγκους και εκτός από τον κυρίως χώρο όπου λειτουργούσε η μηχανή, δίπλα του ήταν χτισμένα διάφορα κτίρια για την αποθήκευση του καρπού, τη διαμονή των ανθρώπων και τον σταβλισμό των ζώων. Όλα αυτά ήταν στη φροντίδα του μυλωνά και περισσότερο απ' όλα ήταν η φροντίδα της κάναλης, του μεγαλειώδους αυτού ξύλινου σωλήνα που οδηγούσε το νερό στη φτερωτή. Η κάναλη ήταν το πιο λεπτό εξάρτημα του μύλου και ήθελε ιδιαίτερη προσοχή γιατί η επισκευή της απαιτούσε ιδιαίτερο κόστος και πολύ κόπο.

 

Ο μύλος του χωριού μου, των Αρμένων Αποκορώνου, από όσο θυμούνται κάτοικοί του, λειτουργούσε από πριν την κατοχή, μέχρι και το 1965. Ο τελευταίος μυλωνάς του λεγόταν Κωνσταντίνος Τσαγκαράκης. Αν και έγιναν προσπάθειες αναπαλαίωσης του από έξω, από μέσα δεν έγινε τίποτα τέτοιο, και κάτι που μου έκανε εντύπωση. Κανένα από τα παιδιά του χωριού και των γύρω χωριών δεν ήξεραν καν ότι το χωριό είχε κάποτε νερόμυλο (ανάμεσά τους και εγώ) και οι ενήλικες με δυσκολία μπορούσαν να θυμηθούν τη θέση του (εννοείται όχι αυτοί που τον είχαν προλάβει να λειτουργεί αλλά τα παιδιά τους). Κρίμα! Γιατί δεν είναι μόνο ένα μισογκρεμισμένο κτίριο που κάποτε δεν ήταν έτσι, αλλά ένα κομμάτι της ιστορίας μας που κάποτε θα έχει ξεχαστεί τελείως…

 

**** (Το κείμενο αυτό παρουσιάζεται στα πλαίσια περιβαλλοντικού εκπαιδευτικού προγράμματος με θέμα τις Ήπιες Μορφές Ενέργειας που επεξεργάζονται τα παιδιά της Β' τάξης με υπεύθυνες καθηγήτριες τις Γκαγκαδέλη Αικατερίνη και Καλαϊτζάκη Ειρήνη)

 

Νίκος Μωραϊτάκης, Β2