Ε λ ε υ θ έ ρ ι ο ς Κ. Β ε ν ι ζ έ λ ο ς
Το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος" στοχεύοντας στο να αναδειχθούν πτυχές της πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου προκήρυξε Πανελλήνιο Μαθητικό Διαγωνισμό Δοκιμίου "Ελευθέριος Βενιζέλος" με θέμα "Η εξωτερική πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο".
Ο διαγωνισμός απευθύνεται σε μαθητές της Γ΄ τάξης των γυμνασίων όλης της χώρας.
Η μαθήτρια του Γυμνασίου Βάμου Κατερίνα Καπαρουδάκη από το Γ1 συμμετείχε με το παρακάτω δοκίμιο.
Την ώρα που τα μαύρα σύννεφα του 1897 είχαν κρύψει τον δειλά ανατέλλοντα ήλιο της πολυτάραχης και πολυβασανισμένης Ελλάδας ήρθε ν' ανατείλει και να φωτίσει όλα τα ελεύθερα και σκλαβωμένα κομμάτια του ελληνικού έθνους το λαμπρό σαν ήλιος αστέρι που ονομαζόταν «Λευτέρης Βενιζέλος».
Ύστερα από το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 που η έκβασή του ήταν καταστροφική για την ελληνική πλευρά, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε πολλά και τεράστια προβλήματα. Εκτός από τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα λόγω της ψυχορραγούσας οικονομίας, εξαιτίας της αναρχίας που επικρατούσε και λόγω της ανίκανης πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, αντιμετώπιζε την εχθρικότητα και τον κίνδυνο ενδεχόμενης επίθεσης όλων των γειτονικών κρατών πλην της Σερβίας, που υπήρχε παραδοσιακός δεσμός φιλίας μεταξύ κρατών και λαών. Από την άλλη πλευρά οι μεγάλες δυνάμεις οι «προστάτιδες» υποτίθεται του ελληνικού κράτους εποφθαλμιούσαν η καθεμιά για λογαριασμό της τη δημιουργία δικών τους αποικιών στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού εδάφους.
Το αρνητικό για την Ελλάδα κλίμα άρχισε να αντιστρέφεται ύστερα από τις θριαμβευτικές και αμέτρητες νίκες των ηρωικών Ελλήνων εθελοντών του Μακεδονικού Αγώνα και ιδιαίτερα των Κρητών που αποτελούσαν το 55% του συνόλου των Μακεδονομάχων, οι οποίοι τυπικά δεν είχαν υποχρέωση να λάβουν μέρος, λόγω του ότι η Κρήτη ήταν τότε ανεξάρτητο κράτος. Η μαζική αυτή εξόρμηση των Κρητών εθελοντών στα βουνά και τα δάση της Μακεδονίας οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην ψυχοσύνθεση του Κρητικού λαού που έχει μάθει πάντα να αγωνίζεται και να δίνει το αίμα του για το μεγάλο του έρωτα, την ελευθερία, και δεν τη θέλει μόνο για τον εαυτό του, αλλά για όλο τον κόσμο, γι' αυτό και ενοχλείται πολύ όταν κάποιοι την στερούν σε αδέλφια του, Έλληνες.
Ειδικότερα σημαντικό ρόλο για τη μεγάλη συμμετοχή των Κρητών στο Μακεδονικό Αγώνα έπαιξε και ο επαναστάτης του Θερίσου, ο Βενιζέλος, ο οποίος γνώριζε το όφελος που θα είχε το έθνος από τα θετικά αποτελέσματα του αγώνα. Διαφορετικά έβλεπε ότι η Μακεδονία πολύ σύντομα κινδύνευε να αφελληνιστεί, να αυτονομηθεί και στη συνέχεια να προσαρτηθεί στη Βουλγαρία, και έτσι θα χανόταν οριστικά για την Ελλάδα. Η συμμετοχή των εθελοντών, ιδιαίτερα των Κρητών, ήταν καθοριστική για την έκβαση αυτού του πολέμου. Ο Βενιζέλος για το θέμα αυτό σε ομιλία του ως πρωθυπουργός της Ελλάδας λίγο πριν την έναρξη των βαλκανικών πολέμων αναφέρει μεταξύ άλλων: «…Ο Μακεδονικός Αγών επιβάλλουν λόγοι εθνικοί να γίνει το ευαγγέλιο της Ελληνικής φυλής. Αξίζει να στεφανωθεί ο αμυντικός εθνικός εκείνος αγώνας, ο οποίος έσβησε την ντροπή του 1897, διότι με το παράδειγμα των ηρωικών εθελοντών εξύπνησε και ενεθαρρύνθη ολόκληρο το αποθαρρημένο έθνος….».
Μετά τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα και το κίνημα των Νεότουρκων, είχαν διαμορφωθεί νέα δεδομένα στα Βαλκάνια γι' αυτό και ο Βενιζέλος έκρινε ότι ήταν κατάλληλη εποχή για να ελευθερωθούν τα υπόλοιπα σκλαβωμένα ελληνικά διαμερίσματα και να προσαρτηθούν στη Μεγάλη Ελλάδα που είχε οραματισθεί. Ο περήφανος ελληνικός στρατός έγραψε χρυσές σελίδες στην ιστορία του έθνους, αλλά δεν υστέρησαν και σε αυτή την περίπτωση οι χιλιάδες εθελοντές που κατά ένα μεγάλο ποσοστό ήταν και πάλι οι συμπατριώτες του πρωθυπουργού και υπουργού των στρατιωτικών, ήταν Κρήτες.
Οι θριαμβευτικές και συνεχόμενες νίκες των Ελλήνων οφείλονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος στο πολύ υψηλό, ηθικό φρόνημα του στρατού που πήγαζε από τη συμπαράσταση του λαού και στην άριστη συνεργασία μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας καθώς και των ανακτόρων παρόλο που κάποια στιγμή ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να επιβληθεί και να διατάξει τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο που ήταν αρχηγός του στρατού, να κινηθεί εναντίον της Θεσσαλονίκης και όχι να βαδίσει προς Μοναστήρι όπως εκείνος σχεδίαζε. Αν δε γινόταν αυτό, θα προλάβαιναν να την ελευθερώσουν τα Βουλγαρικά στρατεύματα, και έτσι ίσως και σήμερα η Θεσσαλονίκη να ήταν μέρος του Βουλγαρικού Κράτους.
Από τους απελευθερωτικούς αγώνες η χώρα μας είχε ανεκτίμητα οφέλη, γιατί εκτός από τα πολύτιμα εδάφη που ήρθαν κατοχή του ελληνικού κράτους ανέβηκε το κύρος της χώρας διεθνώς και δεν ήταν πια το με αμφίβολο μέλλον κρατίδιο , αλλά ήταν μια αξιόλογη δύναμη στα Βαλκάνια που δεν μπορούσαν να αγνοήσουν οι τότε ισχυροί της γης. Το κύρος της χώρας βέβαια δεν ανέβηκε μόνο από τις επιτυχίες του στρατού αλλά το ανέβαζε ολοένα και πιο πολύ η σπάνια φυσιογνωμία του πολιτικού της αρχηγού που πάντα άφηνε τις καλύτερες εντυπώσεις από τις επισκέψεις του στις πρωτεύουσες των χωρών της Ευρώπης.
Ο Βενιζέλος απολάμβανε το σεβασμό και την εκτίμηση των Ευρωπαίων συναδέλφων του και προκαλούσε το θαυμασμό πολλών ισχυρών ηγετών. Ο πρόεδρος των Η.Π.Α Ουίλσον τον θαύμαζε και τον θεωρούσε ως τον ιδανικότερο Ευρωπαίο πολιτικό. Ο Τσόρτσιλ έλεγε ότι «ο Βενιζέλος είναι ο μεγαλύτερος άνθρωπος του κόσμου». Ο Λόυδ Τζωρτζ εκτιμούσε ότι «ο Βενιζέλος είναι ο μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας που έβγαλε η ελληνική φυλή από τον καιρό του Περικλή». Ανάλογους επαίνους διατύπωσαν και οι υπόλοιποι σύγχρονοι του ηγέτες.
Το ελληνικό κράτος μεγάλωσε εντυπωσιακά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα αλλά όπως ήταν και φυσικό, μεγάλωσε δυσανάλογα. Ο καθαρά εθνικός πληθυσμός δεν ήταν αρκετός και κατά συνέπεια ο στρατός ήταν ανεπαρκής ώστε να περιφρουρήσει αποτελεσματικά τα διευρυμένα σύνορα της χώρας, η οικονομία ήταν σε δραματικά χαμηλό επίπεδο, η ανάπτυξη ανύπαρκτη, και όπως ήταν φυσικό ο σύγχρονος εξοπλισμός του στρατού αδύνατος. Η αντιμετώπιση ενδεχόμενης επίθεσης από την Τουρκία, η οποία ήταν αναμενόμενη, θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί με επιτυχία, διότι ένα μεγάλο μέρος του στρατού έπρεπε να παραμείνει στα σύνορα με τη Βουλγαρία η οποία ήταν ένας από τους σημαντικούς εχθρούς της Ελλάδας. Εκτός αυτού, υπήρχαν σοβαρές διαφορές με την Αλβανία εξαιτίας του βορειοηπειρωτικού ζητήματος και αυτό επέβαλε και σ` αυτά τα σύνορα την παρουσία ισχυρής στρατιωτικής δύναμης.
Σοβαρότατες διαφορές και αξεπέραστα εμπόδια για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης υπήρχαν μεταξύ των χωρών της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης και όλα έδειχναν ότι οδηγούνταν σε πολεμική σύρραξη, η οποία θα συμπαρέσυρε τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο προκαλώντας παγκόσμιο πόλεμο. Ο Βενιζέλος είχε κατορθώσει να κερδίσει την εύνοια της Γαλλίας η οποία είχε προσφέρει στο παρελθόν με τη μορφή δανεισμού πολύτιμη οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα βγάζοντάς την από αδιέξοδο. Η Αγγλία ήταν ισχυρή ναυτική δύναμη και ανεξάρτητα από την έκβαση του πολέμου θα εξακολουθούσε να έχει ισχύ στη θάλασσα και να συνεχίσει να προκαλεί εξάρτηση στη χώρα μας, αφού το μεγαλύτερο μέρος των συνόρων μας βρέχεται από θάλασσα. Η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία είχαν ισχυρό στρατό ξηράς, αλλά υστερούσαν σε στόλο.
Σε περίπτωση που η Ελλάς έβγαινε στον πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων θα έμενε απροστάτευτη λόγω του ότι και να ήθελαν να την βοηθήσουν οι εν λόγω σύμμαχοι δεν θα μπορούσαν. Το εάν η χώρα μας παρέμενε ουδέτερη, όπως επέμενε να γίνει, ο Γερμανόφιλος βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν σα να συμμαχούσε με τη Γερμανία αφού λόγω της γεωγραφικής της θέσης θα δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα στις μετακινήσεις των στρατευμάτων της ΑΝΤΑΝΤ.
Από την άλλη πλευρά όπως προαναφέρθηκε, οι διαφορές με την Τουρκία πιθανόν και τη Βουλγαρία ήταν αναπόφευκτο κάποια στιγμή να καταλήξουν σε πόλεμο. Γιατί λοιπόν να μην επέλεγε η Ελλάδα το χρόνο και τον τόπο που θα γινόταν η αναμέτρηση και μάλιστα με την υποστήριξη ισχυρών συμμάχων, αλλά να περίμενε να δεχτεί αυτή την επίθεση;
Η νέα τάξη πραγμάτων που είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη και κατ' επέκταση στα Βαλκάνια δεν μπορούσε ν' αφήσει ανεπηρέαστη και την Ελλάδα που προσπαθούσε να ισορροπήσει πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Η Βουλγαρία ήταν έτοιμη να επιτεθεί στη Σερβία η οποία είχε υπογράψει συνθήκη συμμαχίας με την Ελλάδα να αλληλοϋποστηρικτούν σε περίπτωση που μια από τις δυο χώρες δεχόταν επίθεση.
Αυτό έγινε η αφορμή να εκδηλωθεί ανοιχτή σύγκρουση μεταξύ του Βενιζέλου και του βασιλέως Κωνσταντίνου λόγω του ότι ο μεν Βενιζέλος υποστήριζε ότι έπρεπε να τηρηθεί η συμφωνία της συμμαχίας, ο δε βασιλεύς ισχυριζόταν ότι η ελληνική πλευρά είχε την υποχρέωση να σεβαστεί τη συνθήκη λόγω του ότι η Σερβία θα αδυνατούσε να παρατάξει 150.000 στρατό στα βουλγαρικά σύνορα όπως την υποχρέωνε η συνθήκη, αφού ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη αυστριακή επίθεση εις βάρος της. Αυτό στάθηκε αφορμή να παραιτηθεί ο Βενιζέλος στις 6 Μαρτίου του 1915 και να σχηματισθεί νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Δημήτριο Γούναρη.
Οι κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας ήταν δυσαρεστημένες από την παραίτηση του Βενιζέλου και μη θεωρώντας αξιόπιστη τη νέα κυβέρνηση, ώστε να μπορούν να την εμπιστευθούν. Έτσι λοιπόν, έκαναν στροφή προς τη Βουλγαρία με σκοπό τη συνεργασία μαζί της με αντάλλαγμα να ικανοποιήσουν εδαφικές της διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας και της Σερβίας. Η έντονη ελληνική αντίδραση έκφραση της πανεθνικής αγανάκτησης έφερε την αποφασιστική επικράτηση του κόμματος τη φιλελεύθερη στη Βουλή στις πρόωρες εκλογές της 13ης Ιουλίου και ο Βενιζέλος θα αναλάβει πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας στις 16 Αυγούστου 1915.
Η επάνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία εκείνη τη χρονική περίοδο ήταν σωτήρια για το έθνος, διότι προκειμένου να ματαιώσουν την προσχώρηση της Βουλγαρίας στο Αυστρογερμανικό στρατόπεδο οι τρεις συμμαχικές κυβερνήσεις ήταν έτοιμες να ασκήσουν πίεση στην Ελλάδα για την εκχώρηση της Καβάλας και τμήματος της ενδοχώρας.
Στις 21 Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία κατόπιν μυστικής συνεννοήσεως με τις κεντρικές αυτοκρατορίες κηρύσσει επιστράτευση. Ο Κωνσταντίνος με την πρόφαση ότι η Σερβία αδυνατούσε να παρατάξει στο βουλγαρικό μέτωπο 150.000 στρατό δε συμφωνεί για στρατιωτική συνδρομή προς τη Σερβία και ο Βενιζέλος θα επινοήσει την αντικατάσταση των σερβικών από αγγλογαλλικά στρατεύματα. Ύστερα από συγκατάνευση και του βασιλιά υπέβαλε σχετική πρόταση ο Έλληνας πρωθυπουργός η οποία έγινε αποδεκτή από Παρίσι και Λονδίνο. Με την απόβαση των συμμαχικών αγημάτων στη Θεσσαλονίκη και ύστερα από την επισημοποίηση της πολεμικής εξόδου της Βουλγαρίας, ο Βενιζέλος εξήγγειλε από το βήμα της βουλής την απόφαση να τηρήσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις προς τη Σερβία σύμφωνα και προς τα ζωτικά συμφέροντα του έθνους. Ο Κωνσταντίνος πιθανόν παραπλανημένος από τον τρόπο που εκτιμούσε τα γεγονότα, ή πιθανόν πιστός υπηρέτης των γερμανικών συμφερόντων, αρνήθηκε να υιοθετήσει τις κυβερνητικές αποφάσεις, και έτσι ο Βενιζέλος βρέθηκε ανίσχυρος να εφαρμόσει το πρόγραμμά του με αποτέλεσμα να υποβάλει και πάλι την παραίτησή του στις 6 Οκτωβρίου 1915.
Η ενέργεια αυτή του βασιλιά Κωνσταντίνου να αναμιχθεί ενεργά με τόσο καθοριστικό τρόπο στα εθνικά θέματα μη στηρίζοντας την κυβέρνηση η οποία είχε πρόσφατα λάβει τη λαϊκή εντολή και έχοντας την επιδοκιμασία της πλειοψηφίας των μελών του ελληνικού κοινοβουλίου σε όσον αφορά την επιλογή της, 142 σε σύνολο 257, έρχεται να προσθέσει άλλο ένα λίθο στο οικοδόμημα που έκτιζε κατά καιρούς η δυναστεία πάνω στη ματωμένη πλάτη του πολυβασανισμένου λαού και εις βάρος του μαρτυρικού έθνους. Ο επιεικής χαρακτηρισμός λάθος χειρισμός του βασιλιά έμελλε να επιβεβαιωθεί πολύ σύντομα. Ο χαμηλών τόνων νέος πρωθυπουργός Αλέξανδρος Ζαΐμης δεν ήταν αρκετός να σηκώσει το τόσο βαρύ φορτίο των δυσεπίλυτων προβλημάτων. Η προέλαση του στρατηγού Σαρράιγ, επικεφαλή 30.000-35.000 ανδρών αναστάλθηκε προτού συμβάλει στην ανακούφιση των σερβικών μεραρχιών, και τώρα η Ελλάδα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο μεταφοράς των πολεμικών επιχειρήσεων στα βορειοελληνικά εδάφη. Νέα πρόταση του Λονδίνου για πολεμική έξοδο με άμεσο αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου και με προοπτική για σοβαρές προσκτήσεις και στη Δυτική Θράκη δεν έγινε δεκτή απ` το Ζαΐμη. Ο Βενιζέλος εκδήλωσε την αντίθεσή του στη διάρκεια της σχετικής συζητήσεως στη Βουλή και καταψήφισε την κυβέρνηση. Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να διαλύσει τη βουλή και να προκηρύξει νέες εκλογές στις 19 Δεκεμβρίου. Οι φιλελεύθεροι κατήγγειλαν τη βασιλική πρωτοβουλία ως αντισυνταγματική και αποφάσισαν να απέχουν από τις εκλογές. Ανίκανη πλέον ν' ακολουθήσει σταθερή πολιτική η νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Στέφανο Σκουλούδη άρχισε να χάνει τον έλεγχο ακόμη και στον εθνικό εδαφικό χώρο.
Τότε άρχισε να γίνεται πιο έντονα αισθητό πόσο λάθος ήταν η άποψη του βασιλιά που επέμενε στην ουδετερότητα και πόσο δίκιο είχε ο Βενιζέλος που επιδίωκε το αντίθετο, διότι αυτός γνώριζε ότι η πολιτική της ουδετερότητας απαιτεί την ύπαρξη ισχυρών πολιτικών και γεωγραφικών ερεισμάτων, των οποίων η έλλειψη οδηγεί στην καθυπόταξη από τις ισχυρότερες εμπόλεμες δυνάμεις. Την άνοιξη του 1916 στις 26 Μαΐου οι γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις χωρίς να σεβαστούν την ουδετερότητα του Κωνσταντίνου πρόσβαλαν το Ρούπες και η Αθήνα το παρέδωσε χωρίς μάχη. Από την άλλη πλευρά τα κράτη της Αντάντ αντιδρώντας έστειλαν μια ναυτική μοίρα με επικεφαλή το ναύαρχο Φουρνέ, διοικητή των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο και έπλεε έξω από το Φάληρο. Το ότι η Αθήνα προκήρυξε νέες εκλογές σχηματίζοντας νέα κυβέρνηση με τον Αλέξανδρο Ζαΐμη δεν ωφέλησε καθόλου παρόλο που η γραμμή της ήταν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Αντάντ. Η κατάσταση άρχισε να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις η κυβέρνηση άρχισε να δέχεται εκβιαστικές πιέσεις στο πεδίο της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής. Η διάσταση των απόψεων ανάμεσα στους υποστηρικτές της ουδετερότητας και σ` αυτούς που υποστήριζαν τη συμμετοχή στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ δεν έμεινε εξοντωτική διαμάχη μόνο στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας, αλλά μεταφέρθηκε και στην κοινή γνώμη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι έγιναν ακραίες εκδηλώσεις, αφενός η σύσταση του συνδέσμου επιστράτων φιλοβασιλική οργάνωση και αφετέρου το επαναστατικό κίνημα της 11 ης Μεραρχίας στη Θεσσαλονίκη με ηγέτη το συνταγματάρχη Ζυμπρακάκη με στόχο την ανάληψη δράσης κατά των Βουλγάρων. Η στρατιωτική ηγεσία των συμμαχικών δυνάμεων δε δίστασε να αναλάβει εκβιαστικά εγχειρήματα σε βάρος των ελληνικών αρχών, όπως η αποβίβαση του ναυάρχου Φουρνέ στον Πειραιά , την κατάληψη των ταχυδρομείων και των τηλεγραφείων και την απέλαση των πρακτόρων της γερμανικής προπαγάνδας. Το αποκορύφωμα όμως που προκάλεσε το αίσθημα αγωνίας και αγανάκτησης του συνόλου της ελληνικής κοινής γνώμης ήταν η είσοδος του βουλγαρικού στρατού στην Καβάλα. Τότε ο στρατηγός Χατζόπουλος , διοικητής του Δ' σώματος στρατού, εντεταλμένος από την Αθήνα να μην προβάλει ένοπλη αντίσταση, παρέδωσε τα κλειδιά της ιστορικής πόλης και όσους απ' τους άνδρες του δε διέφυγαν με δική τους πρωτοβουλία στη Θάσο, 6.000 οπλίτες και 400 αξιωματικούς.
Η πολιτική της ουδετερότητας που υπέρμαχός της ήταν ο ανώτατος άρχοντας του τόπου φάνηκε στην πράξη ανίκανη όχι μόνο για την εκπλήρωση λυτρωτικών αιτημάτων, αλλά και να διασφαλίσει την εδαφική ακεραιτότητα της εθνικής επικράτειας.
Η πολιτική του Βενιζέλου διεκδικούσε τη δικαίωση στο πεδίο της ενεργής δράσης και των δυναμικών πρωτοβουλιών: Η Ελλάδα όφειλε χωρίς καθυστέρηση να αποκρούσει τη βουλγαρική εισβολή και να αναλάβει στο πλευρό των συμμάχων της Συνεννοήσεως, που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να είναι νικητές στη μεγάλη πολεμική αναμέτρηση του αγώνα για την αποκατάσταση των αλύτρωτων μελών της εθνικής οικογένειας. Στις 26 Σεπτεμβρίου ο Βενιζέλος έφυγε μυστικά από την πρωτεύουσα για την Κρήτη, όπου αντικρίζοντας τα περήφανα και απροσκύνητα Λευκά Όρη, ανέπνευσε το ψυχικό μεγαλείο των Κρητών. Στη συνέχεια φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη στις 5 Οκτωβρίου 1916 σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας μαζί με το ναύαρχο Κουντουριώτη και το στρατηγό Δαγκλή. Η απόφαση του Βενιζέλου να προσφύγει στην επαναστατική λύση οφειλόταν στην πίεση των γεγονότων και η ανάγκη της άμεσης εφαρμογής παρεμβατικής πολιτικής, διότι ήταν ο μόνος τρόπος να εξυπηρετηθούν τα ζωτικά συμφέροντα του έθνους. Η έξοδος από τη νομιμότητα είχε γίνει με τη βασιλική απόφαση , τη διάλυση της πρόσφατα εκλεγμένης βουλής και την αποχή των φιλελευθέρων στην εκλογική αναμέτρηση το Δεκέμβριο του 1915.
Οι ιθύνοντες των κυβερνήσεων Αγγλίας και Γαλλίας γνωρίζοντας ότι ο Βενιζέλος ήταν ικανός να συναρτήσει την πολιτική της Ελλάδας με τις συμμαχικές επιδιώξεις εκδήλωσαν την ηθική και υλική συμπαράσταση τους αναγνωρίζοντας την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης στέλνοντας ειδικούς διπλωματικούς αντιπροσώπους και δάνειο 10 εκατομμυρίων φράγκων. Παράλληλα όμως έκαναν και μια τελευταία προσπάθεια για συμφιλίωση της «παλαιάς» με τη «νέα» Ελλάδα και συμμετοχή όλου του έθνους ενωμένου στον πόλεμο στο πλευρό της Συνεννοήσεως. Η προσπάθεια όμως αυτή έπεσε στο κενό και μολονότι ο Κωνσταντίνος κάτω από την πίεση των εσωτερικών και των ευρύτερων διεθνών εξελίξεων, παρουσιαζόταν περισσότερο διαλλακτικός , δεν κατάφερε να κερδίσει την εύνοια των συμμαχικών δυνάμεων της Συνεννοήσεως , με αποτέλεσμα να δεχτεί πιέσεις από αυτές με εκβιαστικές απαιτήσεις. Η κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας είχε κηρύξει στις 24 Νοεμβρίου τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Βουλγαρίας και παράλληλα είχε κατορθώσει να αυξήσει τον αριθμό του μάχιμου δυναμικού της σε 20.000 άνδρες. Η Γαλλία και η Μ. Βρετανία είχαν από τις 8 Δεκεμβρίου κηρύξει τον αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων καταδικάζοντας τον πληθυσμό της «παλαιάς» Ελλάδας σε ταλαιπωρίες και στερήσεις και παράλληλα αναζητούσαν την προσφορότερη μέθοδο για την επίσημη αναγνώριση του Βενιζέλου και την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου. Αυτό δρομολογήθηκε με την ανάθεση των καθηκόντων του Γάλλου υπάτου αρμοστή Ζοννάρ, πρώην υπουργού εξωτερικών, που οδήγησε στον οριστικό διακανονισμό το ελληνικό πρόβλημα: Ο Κωνσταντίνος μετά την ανοικτή παραβίαση των αρχών του πολιτεύματος δεν έχαιρε της εμπιστοσύνης των εγγυητριών Δυνάμεων του ελληνικού Συντάγματος. Έτσι λοιπόν και χωρίς να θιχτεί ο θεσμός της μοναρχίας, όφειλε να παραιτηθεί από το θρόνο υπέρ ενός από τους νεώτερους γιους του. Αν δοκίμαζε ν' αντισταθεί, οι Δυνάμεις επιφυλάσσονταν να προσφύγουν στα επιβεβλημένα στρατιωτικά μέτρα… Ο Κωνσταντίνος υποχώρησε στην απαίτηση των Δυνάμεων ορίζοντας ως διάδοχο το δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο, χωρίς να υποβάλει επίσημα την παραίτησή του.
Στη συνέχεια ο Βενιζέλος συντέλεσε στην επίσπευση των εσωτερικών εξελίξεων με την απόφαση να αναλάβει χωρίς καθυστέρηση το σχηματισμό κυβερνήσεως, με την απροκάλυπτη συνδρομή των ξένων αγημάτων. Τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης κατευθύνθηκαν στην άμεση κήρυξη του πολέμου εναντίον των Κεντρικών αυτοκρατοριών, την εφαρμογή στρατιωτικού νόμου, την αναστολή των συνταγματικών διατάξεων περί δικαστικών και εισαγγελικών υπαλλήλων, την εκτόπιση τριών περίπου ιθυνόντων στελεχών της φιλοβασιλικής μερίδας και τον περιορισμό άλλων στο εσωτερικό της χώρας.
Το έργο της κυβέρνησης του Βενιζέλου ήταν φοβερά δύσκολο, γιατί εκτός από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε από την πλευρά των αντιπάλων της, εσωτερικών και εξωτερικών, είχαν προκληθεί σοβαρές αντιγνωμίες και αντιθέσεις μεταξύ των συμμάχων. Ο κίνδυνος της συνδιαλλαγής με τη Σόφια είχε και πάλι ανακύψει προκειμένου να αποσπάσουν τη Βουλγαρία από το αντίπαλο στρατόπεδο. Με την πάροδο του χρόνου όμως, η παρουσία των ελληνικών δυνάμεων στο μέτωπο των επιχειρήσεων έγινε ιδιαίτερα αισθητή και πολύ σημαντική για τη γενική επίθεση εναντίον των γερμανοβουλγαρικών θέσεων και η συμβολή των ελληνικών μονάδων καθώς και η εθελοντική προσχώρηση στελεχών διαδραμάτισαν σοβαρό ρόλο σε σημαντικές νίκες και συντέλεσαν στην όλη νικηφόρα έκβαση του πολέμου.
Προτού η Αυστροουγγαρία και η Γερμανία αναγνωρίσουν το Νοέμβριο του 1918 την οριστική επικράτηση των δυνάμεων της Συνεννοήσεως, η Βουλγαρία και στη συνέχεια η Τουρκία είχαν επιζητήσει σύναψη ανακωχής, προκειμένου να αναστείλουν την προέλαση των συμμαχικών στρατευμάτων στα εδάφη τους.
Η συμφωνία της Θεσσαλονίκης, στις 29 Σεπτεμβρίου π, προέβλεπε την άμεση εκκένωση των ελληνικών και των σερβικών εδαφών από τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα και την παράδοση των όπλων του βουλγαρικού στρατού στους συμμάχους. Παράλληλα, η συμφωνία του Μούδρου στις 30 Οκτωβρίου βασιζόταν στην αποστράτευση των τουρκικών δυνάμεων, την κατοχή των Δαρδανελίων, καθώς και άλλων στρατηγικών σημείων, όπως και τον έλεγχο των σιδηροδρομικών γραμμών και διαβάσεων στο τουρκικό έδαφος. Η καθυπόταξη της Βουλγαρίας και της Τουρκίας σε συνδυασμό με τη γενικότερη επικράτηση του συμμαχικού μετώπου, επιβεβαίωνε τη δικαίωση της εξωτερικής πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Η Ελλάδα συγκαταλεγόταν, την επαύριον της ανακωχής στις νικήτριες δυνάμεις, ενώ οι πιο επίφοβοι ανταγωνιστές της στη διεκδίκηση των αλύτρωτων και στη διατήρηση των κεκτημένων εδαφών βρισκόταν στο στρατόπεδο των ηττημένων.
Ο εμπνευστής και ηγέτης στον αγώνα για την εθνική αποκατάσταση, ο ανιδιοτελής εθνάρχης Ελευθέριος Βενιζέλος αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων ότι ορθώς έπραξε και οδήγησε τη χώρα στον πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων της Αντάντ, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταστροφή που θα υφίστατο το έθνος θα ήταν ολέθρια. Οπωσδήποτε ένας πόλεμος δεν είναι ό,τι καλύτερο για μια χώρα και για ένα λαό, αλλά η μοίρα των Ελλήνων γράφει ότι η ελευθερία δε χαρίζεται, αλλά κερδίζεται.
______________________________________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ferro Marc, Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918 , Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1993.
Βερέμης Θάνος - Δημητρακόπουλος Οδυσσέας (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του , Φιλιππότης, Αθήνα 1980.
Ενεπεκίδης Πολυχρόνης Κ., Η δόξα και ο διχασμός. Από τα μυστικά αρχεία Βιέννης, Βερολίνου και Βέρνης 1908-1918 , Ζαχαρόπουλος Σ. Ι., Αθήνα 1992.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους , τ. ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000
Λεονταρίτης Γεώργιος Β., Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
Σβολόπουλος Κωνσταντίνος Δ., Η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900-1945 , τ. Α΄, Εστία , Αθήνα 2002.
Η μαθήτρια του Γυμνασίου Βάμου Χαραλαμπάκη Μαντώ από το Γ3 συμμετείχε με το παρακάτω δοκίμιο.
Ο σημαντικότερος Έλληνας πολιτικός, ευφυής, ρεαλιστής και οραματιστής, ευέλικτος και τολμηρός διέθετε μια εντυπωσιακή προσωπική ακτινοβολία. Γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη το 1864. Μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, άσκησε τη δικηγορία στα Χανιά, αλλά σύντομα τον απορρόφησε η πολιτική ως μέλος της φιλελεύθερης παράταξης. Οι ηγετικές και πολιτικές του ικανότητες αναδείχθηκαν κατά την επανάσταση το 1897. Όλα τα παραπάνω αντιπροσωπεύουν το σημαντικότερο ηγέτη της Ελληνικής ιστορίας στα δύσκολα χρόνια της πορείας της, τον Ελευθέριο Βενιζέλο .
Από τότε αρχίζει η θριαμβευτική πορεία του μεγάλου άντρα, του μεγαλύτερου πολιτικού, που γνώρισε η νεότερη Ελλάδα. Στις 12 Οκτωβρίου του 1908, αφού η Κρητική Συνέλευση κήρυξε την ανεξαρτησία της Κρήτης και την ένωσή της με τη μητέρα Ελλάδα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναλαμβάνει, στην Κρήτη, τα υπουργεία εξωτερικών και δικαιοσύνης. Αλλά σοβαρά γεγονότα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Και στις 2 του Οκτώβρη 1910 καλείται στην Αθήνα, από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Α΄, που του αναθέτει την πρωθυπουργία της Ελληνικής κυβέρνησης. Αναδιοργανώνει μαζί με τους συνεργάτες του την οικονομία της χώρας, το στρατό και το στόλο και προετοιμάζει τους πολέμους 1912 – 1918.
Όταν ξέσπασε η πολεμική κρίση, η Ελλάδα εδαφικά, πληθυσμιακά και ηθικά ενισχυμένη, αποτελούσε σημαντικό παράγοντα στο πλαίσιο τόσο της νέας ενδοπεριφερειακής ισορροπίας όσο και της γενικότερης αγωνιστικής διαμάχης, με επίκεντρο το ανατολικό ζήτημα. Η απόκλιση του Βενιζέλου προς τη συνεργασία με τις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις εναρμονιζόταν με την τάση για τη σύσφιξη των δεσμών με το Βελιγράδι και τι Βουκουρέστι ως προϋπόθεση για τη διασφάλιση του νέου εδαφικού καθεστώτος. Η ανεπάρκεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε ισχυρά διπλωματικά ερείσματα είχε ήδη γίνει πολύ αισθητή στην εξέλιξη των κρίσιμων διαπραγματευτικών συνομιλιών για την τύχη της βορείου Ηπείρου και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου το Νοέμβριο του 1914.
Ο Βενιζέλος θα εκδηλώσει από τις πρώτες μέρες της ευρωπαϊκής κρίσης την απόφασή του να συμπορευτεί με τις δυνάμεις της Συνεννοήσεως. Έτσι αποφασισμένος να αξιοποιήσει κάθε πρόσφορη δυνατότητα έτεινε να εναρμονίσει το γενικότερο ιδεολογικό προσανατολισμό του με την προώθηση των εθνικών διεκδικήσεων. Επίσης, πριν να εκδηλωθεί η πολεμική ανάφλεξη, ο ίδιος προδιέγραψε τη γενική κατεύθυνση της ελληνικής διπλωματίας σε συνάρτηση με τη σταθεροποίηση της αγγλογαλλικής συμμαχικής συνεργασίας, την αναστολή μετά το 1907 του αγγλορωσικού ανταγωνισμού κα τη διεύρυνση της γερμανικής διεισδύσεως στην Εγγύς Ανατολή.
Η σταθερή κλίση προς τη συνεργασία με το αγγλικό συμμαχικό δίκτυο ενισχυόταν από την πεποίθησή του στην τελική βρετανική κατίσχυση τουλάχιστον στη Μεσόγειο. Υπήρχαν πολλοί παράγοντες που ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τον Έλληνα πρωθυπουργό στην απόφαση να επιζητήσει στη συμμαχία με τα κράτη της Συνεννοήσεως το έρεισμα για την αντίσταση στις γειτονικές πιέσεις.
Ο Βενιζέλος αφού κατάλαβε την αδυναμία της Ελλάδας να συνδράμει στρατιωτικά τη Σερβία, εφόσον δε θα καλύπτονταν απέναντι στο επίφοβο ενδεχόμενο μιας βουλγαρικής επιθέσεως, διαβεβαίωνε τις δυνάμεις της Συνεννοήσεως ότι ουδέποτε θα τασσόταν εναντίον τους. Ο Έλληνας πρωθυπουργός επιχειρούσε το πρώτο βήμα προς την πολεμική έξοδο της χώρας με την υποβολή ενός σχεδίου προορισμένου να διευκολύνει τη συμμαχική συνεργασία των Βαλκανικών κρατών στο σύνολό τους με το μέτωπο της Συνεννοήσεως. Μετά έκαμε μια νέα προσφορά συνεργασίας προς την Αγγλία και τη Γαλλία, ότι η Ελλάδα ήταν έτοιμη να ταχθεί στο πλευρό τους, εφόσον θα γινόταν δεκτή ως σύμμαχος.
Αντί, όμως, αυτά που προτείνει ο Βενιζέλος να γίνουν, οι εκπρόσωποι των τριών σύμμαχων Δυνάμεων - με πρώτη τη Ρωσία - έτειναν να αναζητήσουν το πρόσφορο μέσο για την εξασφάλιση της βουλγαρικής συμπράξεως στην ικανοποίηση των αξιώσεων της Σόφιας σε βάρος της ελληνικής και της σερβικής Μακεδονίας. Με την άρνηση του Βουκουρεστίου, του Βελιγραδίου και της Αθήνας ετοιμάζονταν να αντιτάξουν νέο κοινό διάβημα και έτσι ο Βενιζέλος έσπευσε να προειδοποιήσει ότι σε περίπτωση επαναφοράς του θέματος, θα υπέβαλε αυτόματα την παραίτησή του.
Ο Βενιζέλος αρνήθηκε να συγκατανεύσει στην εκχώρηση των ελληνικών εδαφών της ανατολικής Μακεδονίας με αντάλλαγμα την ενσωμάτωση της Βόρειας Ηπείρου. Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν κάμφθηκε στην άρνησή του παρά μόνο όταν το Λονδίνο φάνηκε να είναι διατεθειμένο να συζητήσει. Το Φεβρουάριο του 1915 η πρόταση του πρωθυπουργού για τη συμπαράταξη μιας μεραρχίας και της κύριας δυνάμεως, το επιτελείο διέβλεπε τους κινδύνους της επιχειρήσεως και την αδυναμία των ενωμένων συμμαχικών αγημάτων.
Μετά την άρνησή του να υιοθετήσει την πολιτική της υπεύθυνης κυβερνήσεως θα οδηγηθεί στην παραίτησή του στις 6 Μαΐου του 1915. Όμως, με τη λαϊκή συγκατάνευση στην παρεμβατική πολιτική θα αναλάβει και πάλι τη διακυβέρνηση της χώρας στις 16 Αυγούστου του 1915. Η επάνοδος του Βενιζέλου στην εξουσία θα συμπέσει με γεγονότα ιδιαίτερης σημασίας για τη διαμόρφωση των ελληνικών θέσεων απέναντι στους εμπόλεμους. Στις 21 Σεπτεμβρίου η Βουλγαρία κήρυξε την επιστράτευση δύο εβδομάδες μετά τη σύναψη μυστικής συνθήκης συμμαχίας με τις κεντρικές αυτοκρατορίες. Ο Βενιζέλος θα επινοήσει την αντικατάσταση των σερβικών από αγγλογαλλικά συμμαχικά στρατεύματα.
Στις 4 Οκτωβρίου, μετά την επισημοποίηση της πολεμικής εξόδου της Βουλγαρίας, ο Βενιζέλος εξήγγειλε από το βήμα της Βουλής τη σταθερή απόφαση να τηρήσει τις ανειλημμένες υποχρεώσεις προς τη Σερβία, σύμφωνα και προς τα ζωτικά συμφέροντα του έθνους: στην πολιτική του σκεπτικισμού, της εποχής και του «ελάσσονος κινδύνου» έπρεπε να αντιπαραταχθεί η πολιτική της πίστης στη δύναμη και το μέλλον της πατρίδας. Ύστερα ο Βενιζέλος ανίσχυρος να εφαρμόσει το πρόγραμμά του αναγκάστηκε να υποβάλει και πάλι την παραίτησή του στις 6 Οκτωβρίου του 1915. Έτσι, στις 26 Σεπτεμβρίου εγκατέλειψε μυστικά την πρωτεύουσα και κατέπλευσε στην Κρήτη.
Μετά την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, ο Βενιζέλος θα αναλάμβανε την ηγεσία του επαναστατικού αγώνα και θα όφειλε όπως πάντοτε να πιστεύει στη δύναμη των πραγματικών καταστάσεων. Και η στάση του Έλληνα πολιτικού δικαιωνόταν για πολλούς λόγους. Ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να επιβάλει αυστηρούς όρους ως προϋπόθεση για την προσωρινή στήριξη της κυβερνήσεως Ζαΐμη με τη συμβολική συμμετοχή των Φιλελευθέρων.
Ο Βενιζέλος θα συντελέσει στην επίσπευση των εσωτερικών εξελίξεων με την απόφαση να αναλάβει χωρίς καθυστέρηση το σχηματισμό κυβερνήσεως , έστω και με την απροκάλυπτη συνδρομή των ξένων αγημάτων. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, πρωταρχικός αντικειμενικός σκοπός του Βενιζέλου, δε θα αποτελέσει αυτονόητη συνέπεια της επικρατήσεώς του.
Η οικονομική ενίσχυση της Ελλάδας, αυτονόητη προϋπόθεση για τον εξοπλισμό και την κινητοποίηση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, εξασφαλιζόταν προς τα τέλη και μόνο του 1917, όταν η συμμαχική ηγεσία αποφάσιζε να ενισχύσει το Μακεδονικό μέτωπο.
Η καθυπόταξη της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τη γενικότερη επικράτηση του συμμαχικού μετώπου, επιβεβαιώνει τη δικαίωση της εξωτερικής πολιτικής του Ελευθερίου Βενιζέλου. Σύμφωνα μ` αυτήν κατά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά την υπογραφή της συνθήκης με τους ηττημένους πραγματοποιείται η Ελλάδα «των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Η ελληνική Βουλή τον δεξιώνεται στις 25 Αυγούστου του 1920 ως κομιστή της Μεγάλης Ελλάδας και τον ανακηρύσσει «άξιον της Ελλάδας ευεργέτη και σωτήρα της πατρίδας». Κυβέρνησε την Ελλάδα ως το 1932 με σύνεση και στοργή για τον τόπο. Το 1935, έπειτα από ένα κίνημα που έκαναν ορισμένοι οπαδοί του έφυγε για το Παρίσι όπου και πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1936. Η κηδεία του έγινε στο Ακρωτήρι της Κρήτης
______________________________________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ferro Marc, Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918 , Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1993.
Βερέμης Θάνος - Δημητρακόπουλος Οδυσσέας (επιμ.), Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του , Φιλιππότης, Αθήνα 1980.
Ενεπεκίδης Πολυχρόνης Κ., Η δόξα και ο διχασμός. Από τα μυστικά αρχεία Βιέννης, Βερολίνου και Βέρνης 1908-1918 , Ζαχαρόπουλος Σ. Ι., Αθήνα 1992.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους , τ. ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000
Λεονταρίτης Γεώργιος Β., Η Ελλάδα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο 1917-1918, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
Σβολόπουλος Κωνσταντίνος Δ., Η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1900-1945 , τ. Α΄, Εστία , Αθήνα 2002.