ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ!

 

Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Εκπέμπουμε σε 1050 κύκλους.

Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο. Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων...

Μαριιίνα, πάλι ακούς τον σταθμό που έφτιαξαν τ' άξεστα αναρχική φοιτητούδια Κλείσε αμέσως το ραδιόφωνο! Αμέσως! Μ' άκουσες; Αμέσως!

Μάλιστα, πατέρα. Αμέσως!

Θεέ μου, γιατί να μην μπορώ κι εγώ να βοηθήσω εκείνα τα παιδιά. Γιατί να μην μπορώ να πάω μαζί τους στο Πολυτεχνείο. Να φωνάξω μαζί τους. Να αγωνιστώ κι αν χρειαστεί να πολεμήσω στο πλευρό τους Δεν πρέπει να αφήσω τον πατέρα να με εμποδίσει να κάνω κάτι που νιώθω ότι πρέπει. Ναι, πρέπει να πάω στο Πολυτεχνείο, και θα το κάνω. Το βράδυ. Αργά πριν ξημερώσει. Τότε που όλοι θα κοιμούνται. Σήμερα Παρασκευή 16 Νοεμβρίου θα κάνω για πρώτη φορά αυτό που εγώ θέλω. Απόψε!

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα έκλεισε και το τελευταίο φως απ' τα δωμάτια των δειλών. Των μελών της οικογένειάς μου. Ήρθε λοιπόν τώρα η ώρα που περίμενα. Έχω πάρει μαζί μου ιώδιο, γάζες, λεμόνια και ένα μεγάφωνο. Μισή ώρα πέρασε ώσπου να φτάσω στην πύλη. Χάρη στη μεγάλη σκάλα που βρίσκεται πιο πέρα κατάφερα να βρεθώ στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και σε λίγο μέσα στο κτήριο.

Ξημερώνει η 17η Νοεμβρίου. Αστυνομικοί έχουν περιτριγυρίσει το κτήριο και πετώντας δακρυγόνα προσπαθούν να μας αναγκάσουν να εγκαταλείψουν τον αγώνα που κάνουμε να ελευθερώσουμε τη χώρα μας. Χωρίς καθόλου ύπνο, τα παιδιά φωνάζουν στο λαό να ξυπνήσει και να αντισταθεί στη χούντα, από τον ασύρματο που οι ίδιοι κατασκεύασαν.

Τα ρολόγια μας χτύπησαν πριν αρκετή ώρα και ο δρόμος γύρω απ' το Πολυτεχνείο άρχισε να γεμίζει από τα όργανα του θανάτου. Νιώθω ρίγος να με διαπερνά και φόβο να με διακατέχει Ο Θεός να μας βοηθήσει όλους. Τα συνθήματα και τα τραγούδια συνεχίζονται. Με μια φωνή. Όλο και πιο δυνατά. Με περισσότερο πάθος. Όλοι τώρα είμαστε καθισμένοι έξω. Στο προαύλιο του Πολυτεχνείου. Στα χέρια μας οι μικροί φακοί και τα συνθήματα μας. Κανείς μας δεν έχει όπλο. Η ώρα περνά, αργά και βασανιστικά. Μόλις ακούστηκε ο πρώτος ήχος του θανάτου. Ο πρώτος πυροβολισμός. Προσπαθούν να μας εκφοβήσουν. Θέλουν να μας αναγκάσουν να τα παρατήσουμε. Θέλουν να σταματήσουμε τον αγώνα μας. Δεν πέρασε πολλή ώρα όταν τρία από τα μαύρα και επιβλητικά τανκ άρχισαν είδη να κινούνται. Εμείς δεν θα σταματήσουμε να τραγουδάμε. Δεν θα σταματήσουμε να φωνάζουμε τα συνθήματα της λευτεριάς. Τα συνθήματα του λαού. Ήρθε η μεγάλη στιγμή. Τα τανκς έχουν κιόλας φτάσει έξω από την μεγάλη σιδερένια πύλη του Πολυτεχνείου. Όλοι νιώθουμε το θάνατο κοντά μας. Πάνω από τα κεφάλια μας. Αν και όλοι είχαμε φοβηθεί κανείς δεν σκέφτηκε να φύγει, κανείς δεν σκέφτηκε να σταματήσει να φωνάζει τα συνθήματα ή να σταματήσει να τραγουδά.

Άρχισε να ξημερώνει. Δεν ακούγονται πια τραγούδια. Δεν ακούγονται πια συνθήματα. Το μόνο που ακούγεται είναι η μελωδία του θανάτου. Το μόνο που ακούγεται είναι το κλάμα κάποιον φοιτητών, οι φωνές και τα μοιρολόγια για τους αδικοχαμένους φοιτητές, τους συναγωνιστές μας. Ούτε που κατάλαβα πότε έγιναν όλα αυτά. Ούτε που κατάλαβα πως γλίτωσα εγώ από αυτό το μακελειό. Κι όμως είμαι ζωντανή. Είμαι εδώ και προσπαθώ να βοηθήσω τα αδέρφια μου. Αν και είμαι μόνο 17 χρονών μπορώ να καταλάβω τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μπορώ να κρατώ την ψυχραιμία μου και να κάνω ό,τι είναι δυνατό για να βοηθήσω τ ούς τραυματίες. Θεέ μου δώσε μου δύναμη να μην ξεσπάσω σε λυγμούς. Να μην αρχίσω να φωνάζω.

Τα χρόνια πέρασαν πολύ γρήγορα. Σήμερα 17 Νοεμβρίου 2004 και ενώ είμαι 45 χρόνων θυμάμαι τα πάντα από εκείνη την ημέρα. Έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου στη μνήμη εκείνων των παιδιών κάθε χρόνο τέτοια μέρα, θα πηγαίνω έξω από το Πολυτεχνείο και αφήνοντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα σκέφτομαι όσα έγιναν. Θα 'ναι, σα να τα ζω ξανά.

Πισσαδάκη Αιμιλία